πειθαναγκασμός

πειθαναγκασμός
ο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πείθαναγκάζω, το να πείθει κανείς κάποιον με βία ή με απειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειθαναγκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πειθαναγκασμός — ο η παραδοχή απόψεων μετά την άσκηση ψυχολογικής πίεσης: Η υποταγή στην απειλή είναι πειθαναγκασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειθανάγκη — ἡ, ΜΑ 1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.) 2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”